- παμπλήθη
- παμπλήθηςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)παμπλήθηςmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)παμπλήθηςmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παμπληθῆ — παμπληθής in neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παμπληθής in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παμπληθής in masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπληθής — ές (ΑΜ παμπληθής ές) 1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόος («παμπληθής συγκέντρωση») 2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.) αρχ. 1. (το ουδ. ως… … Dictionary of Greek